- μειουρίζω
- μει-ουρίζω, den Schwanz kürzer machen, übh. abstutzen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μειουρίζω — (Α) [μείουρος] 1. (μτβ.) (σχετικά με εξάμετρο στίχο) καθιστώ μείουρο 2. (αμτβ.) είμαι μείουρος … Dictionary of Greek
μειουρισμός — μειουρισμός, ὁ (Α) [μειουρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μειουρίζω*, αλλ. μυουρισμός … Dictionary of Greek
μειουρία — μειουρία, ἡ (Α) [μείουρος] (σχετικά με εξάμετρο) το αποτέλεσμα τού μειουρίζω*, αλλ. μυουρία … Dictionary of Greek